φωνόμετρο

φωνόμετρο
το, Ν
1. τεχνολ. όργανο για τη μέτρηση τής έντασης τών ήχων και, κυρίως, τής φωνής
2. (φυσ.-τεχνολ.) συσκευή παραγωγής ήχων και θορύβων, χρησιμοποιούμενη για τον έλεγχο τών μικροφώνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. phonometre < φωνή + μέτρο. Η λ., στον λόγιο τ. φωνόμετρον, μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φωνόμετρο — το όργανο που μετράει την οξύτητα της ανθρώπινης φωνής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… …   Dictionary of Greek

  • φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… …   Dictionary of Greek

  • φωνομετρικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωνομετρία ή στο φωνόμετρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωνομετρία. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως] …   Dictionary of Greek

  • φωνομετρικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωνομετρία ή το φωνόμετρο (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”