- φωνόμετρο
- το, Ν1. τεχνολ. όργανο για τη μέτρηση τής έντασης τών ήχων και, κυρίως, τής φωνής2. (φυσ.-τεχνολ.) συσκευή παραγωγής ήχων και θορύβων, χρησιμοποιούμενη για τον έλεγχο τών μικροφώνων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. phonometre < φωνή + μέτρο. Η λ., στον λόγιο τ. φωνόμετρον, μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως].
Dictionary of Greek. 2013.